- Ίσραελ
- (Israëls). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων.
1. Γιόζεφ (Jozef, Γκρόνινγκεν 1824 – Χάγη 1911). Μαθήτευσε κοντά στον Κρούσεμαν στο Άμστερνταμ και έπειτα κοντά στον Πικό στο Παρίσι. Θεωρείται επικεφαλής των τοπιογράφων της ζωγραφικής σχολής της Χάγης. Αντλούσε τα θέματά του από την καθημερινή ζωή, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους λαϊκούς ανθρώπους, στα πρόσωπα των οποίων απέδιδε ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Οι πίνακές του επηρέασαν τον Βαν Γκογκ, όταν ο τελευταίος βρισκόταν ακόμα στα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα. Τα πιο γνωστά έργα του είναι αυτά που εκτέθηκαν σε παρισινά μουσεία, όπως οι πίνακες Ευτυχισμένα γεράματα (1861), Αποβίβαση ψαράδων (1869), Οι φτωχοί του χωριού και Μόνος στον κόσμο (παγκόσμια έκθεση Παρισιού, 1878), Ο παλιατζής και Γυρισμός από το χωράφι (έκθεση Παρισιού, 1900) καθώς και το Εσωτερικό χωριάτικου σπιτιού, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείου Ντόρντρεχτ.
2. Ισαάκ (Isaac, Άμστερνταμ 1865 – Χάγη 1934). Γιος του Γιόζεφ. Έζησε για αρκετά χρόνια στο Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από τη γαλλική κουλτούρα και κυρίως από την τεχνοτροπία του Μπαστιέν-Λεπάζ. Οι πίνακές του, με θέματα από την καθημερινή ζωή και πορτρέτα, είναι φιλοτεχνημένοι με ζωντανούς χρωματισμούς, ενώ οι απαλές και επιδέξιες πινελιές του θυμίζουν το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Σημαντικότερα από τα έργα του είναι Το δάσος της Βουλώνης και Δύο κορίτσια στο χιόνι (μουσείο Άμστερνταμ), Το μάθημα της σάλπιγγας στον στρατώνα (μουσείο Μέσνταγκ, Χάγη) κ.ά.
Έργο του Ολλανδού ζωγράφου Γιόζεφ Ίσραελ (Πινακοθήκη του Άμστερνταμ, Ολλανδία).
Dictionary of Greek. 2013.